- ἀνείσοδος
- ἀνείσοδος, ον,A without entrance or access, Plu.Dio7, Pyrrh.29.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανείσοδος — ἀνείσοδος, ον (Α) απρόσιτος, απροσπέλαστος … Dictionary of Greek
ἀνείσοδον — ἀνείσοδος without entrance masc/fem acc sg ἀνείσοδος without entrance neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek